ανθρακεία

ανθρακεία
η см. ανθράκευση 1, 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανθρακεία" в других словарях:

  • ανθρακεία — η (Α ἀνθρακεία) [ανθρακεύς] η κατασκευή ξυλανθράκων νεοελλ. το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρακείαν — ἀνθρακείᾱν , ἀνθρακεία making of charcoal fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»