ανθρακεία
Смотреть что такое "ανθρακεία" в других словарях:
ανθρακεία — η (Α ἀνθρακεία) [ανθρακεύς] η κατασκευή ξυλανθράκων νεοελλ. το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων … Dictionary of Greek
ἀνθρακείαν — ἀνθρακείᾱν , ἀνθρακεία making of charcoal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)